- καταγεμάτος
- η , ο переполненный; набитый битком, заполненный до отказа
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
καταγεμάτος — η, ο και κατάγεμος, η, ο ο εντελώς γεμάτος, ο υπερπλήρης … Dictionary of Greek